- χασισοποτώ
- Νκαπνίζω χασίς.[ΕΤΥΜΟΛ. < χασισοπότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χασισοποσία — η, Ν η ενέργεια τού χασισοποτώ, η χρήση χασίς και η μέθη που προκαλείται από αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < χασισοπότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek